Όταν ένας «φοιτητικός σύλλογος» αποφασίζει διακοπή του εκπαιδευτικού ή ερευνητικού έργου, ή τη με οποιοδήποτε άλλο τρόπο παρεμπόδιση της λειτουργίας του πανεπιστημίου, υπάρχουν δύο προβλήματα:
- Η διαδικασία λήψης αποφάσεων του συλλόγου δεν έχει καμιά απολύτως υπόσταση, νομική ή ουσιαστική.
- Ακόμα κι αν η διαδικασία είχε υπόσταση, και πάλι η απόφαση δεν θα ήταν έγκυρη, αφού ούτε νόμιμη είναι ούτε ηθική βάση έχει.
Ας τα δούμε ένα-ένα.
Η υπόσταση των συλλόγων
Ένας σύλλογος είναι νομικό πρόσωπο, και για να μπορεί να υφίσταται πρέπει να έχει καταστατικό που να έχει κατατεθεί στο πρωτοδικείο. Οι περισσότεροι φοιτητικοί «σύλλογοι» δεν έχουν καταστατικό, πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπάρχουν.
Ένας σύλλογος που έχει καταστατικό, αλλά δεν το τηρεί, δεν λαμβάνει έγκυρες αποφάσεις. Για παράδειγμα, αν συγκληθεί έκτακτη γενική συνέλευση χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναγράφονται στο καταστατικό, και χωρίς να ειδοποιηθούν τα μέλη με τον τρόπο που προβλέπεται από το καταστατικό, τότε η συνέλευση δεν είναι έγκυρη και οι αποφάσεις που λαμβάνονται σ’ αυτήν δεν ισχύουν. Είναι προφανές πως όταν δεν υπάρχει καταστατικό τα πράγματα είναι χειρότερα.
Αυτά δεν είναι μόνο τυπικότητες, υπάρχει και ουσία. Σε κάποιους συλλόγους συμβαίνει να γίνεται συνέλευση κάθε εβδομάδα, κάθε εβδομάδα, κάθε εβδομάδα, μέχρι ο κόσμος να κουραστεί και να μην πάει και τελικά να πλειοψηφήσει η πρόταση που θέλουν κάποιοι. Ή μπορεί να μαζεύονται μερικά άτομα και να κάνουν τη συνέλευση μόνοι τους και να ορίζουν την απαρτία όπως θέλουν. Σε άλλους συλλόγους δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία για τα εκλογικά αποτελέσματα, με αποτέλεσμα άλλο να ισχυρίζεται ένας ότι είναι το ΔΣ και άλλο ο άλλος. Και ούτω καθεξής.
Η ανυπαρξία διαδικασιών και επίσημων εγγράφων που να τις πιστοποιούν σημαίνει επίσης ότι στις φοιτητικές εκλογές, ακόμα και όταν γίνονται κοσμίως, υπάρχει εξ ορισμού έλλειψη διαφάνειας. Αν πάω στη Σύγκλητο και ισχυριστώ ότι κακώς έχει μπει ο τάδε φοιτητής στη Σύγκλητο, τότε ο ισχυρισμός μου δεν μπορεί να αποδειχτεί ούτε αληθής ούτε ψευδής. Επομένως τα πανεπιστημιακά όργανα στα οποία υπάρχουν εκπρόσωποι των φοιτητών δεν μπορούν να λειτουργήσουν σωστά εφόσον δεν μπορεί να τεκμηριωθεί η εγκυρότητα της εκπροσώπησης. Αυτό είναι λάθος του νόμου. Εφόσον προβλέπονται (ορθώς) εκπρόσωποι φοιτητών σε όργανα όπως η Σύγκλητος, θα έπρεπε να φροντίζουν οι πανεπιστημιακές αρχές για τη διαφανή επιλογή των εκπροσώπων. Απλούστατα, θα έπρεπε η γραμματεία κάθε τμήματος να διεξάγει τις φοιτητικές εκλογές. Πρόκειται για διοικητικούς υπαλλήλους που εχουν τους καταλόγους των φοιτητών, μπορούν να ελέγξουν κάποιο αποδεικτικό ταυτότητας του ψηφοφόρου, μπορούν να καταμετρήσουν τις ψήφους (παρουσία εκπροσώπων των παρατάξεων), και όταν η διαδικασία περατωνόταν θα έστελναν ένα υπηρεσιακό σημείωμα στον Πρύτανη που θα έλεγε “σας πληροφορούμε ότι εκπρόσωπος φοιτητών του Τμήματος Πολ. Μηχ. στη Σύγκλητο ορίστηκε ο κ. Πολίτης Μηχανικίδης, και αναπληρωματική του η κ. Πόλυ Μήχα”.
Εν πάση περιπτώσει, ξεφύγαμε ελαφρά από το θέμα. Το θέμα είναι ότι οι φοιτητικοί «σύλλογοι» δεν έχουν καταστατικό, ή δεν το τηρούν. Άρα ή δεν υπάρχουν, ή δεν λειτουργούν σωστά. Άρα οι αποφάσεις που λαμβάνουν είναι σαν να μην ελήφθησαν.
Η εγκυρότητα των αποφάσεων
Ακόμα όμως κι αν οι φοιτητικοί σύλλογοι λειτουργούσαν με καταστατικό και σύμφωνα με σωστές διαδικασίες, εφόσον δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους να αποφασίζουν αν θα λειτουργήσει ή όχι το ΑΕΙ, δεν θα ίσχυαν τυχόν σχετικές αποφάσεις τους.
Όσον αφορά τους τύπους, βλέπε το Ν. 1268/1982, άρθρο 25, παράγραφος 4, και τον ποινικό κώδικα, άρθρο 334. Η κατάληψη δημοσίων κτιρίων και η διακοπή της λειτουργίας του ΑΕΙ απαγορεύονται.
Όσον αφορά την ουσία, υπάρχουν όρια στο τι μπορεί να αποφασίσει μια πλειοψηφία — αλλιώς μιλάμε για οχλοκρατία. Αν φερ’ ειπείν ζω σ’ ένα χωριό και θέλω να παντρευτώ, δεν αναγνωρίζω στο χωριό το δικαίωμα να μου το απαγορεύσει, ακόμα και με 100% πλειοψηφία. Αντίστοιχα, δεν αναγνωρίζω στους συμφοιτητές μου το δικαίωμα να στερήσουν το δικό μου δικαίωμα στη μάθηση ή στην επιστημονική έρευνα.
Επόμενο: Η ουσία των καταλήψεων